Ἄτοσσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ατόσσα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1915. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 16,2 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 14,1 από τον Ήλιο … Dictionary of Greek
Ἀτόσσης — Ἄτοσσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτόσσῃ — Ἄτοσσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄτοσσαν — Ἄτοσσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТОССА — • Atossa, Άτοσσα, дочь Кира, бывшая сначала замужем за Камбисом, потом за Дарием, сыном Гистаспа, на которого имела большое влияние. Hdt. 3, 68. 133 слл. ср. 7, 3. 82. 97. Aeschyl. Persae … Реальный словарь классических древностей
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
Αριαράθης — Όνομα βασιλιάδων της Καππαδοκίας, που κατάγονταν από τον Φαρνάκη και την αδελφή του Καμβύση, Άτοσσα. 1. Α. Α’ (405; – 322 π.Χ.). Δυνάστης της Καππαδοκίας, υποτελής του Αρταξέρξη Γ’, ο οποίος μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε κυρίαρχος… … Dictionary of Greek
Αρτοβαζάνης — (5ος αι. π.Χ.).Ο μεγαλύτερος γιος του Δαρείου από τον πρώτο του γάμο με την κόρη του Γωβρύου. Ήρθε σε σύγκρουση με τον Ξέρξη, τον μεγαλύτερο γιο του Δαρείου από την Άτοσσα, κόρη του Κύρου, για το θέμα της διαδοχής πριν από την εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… … Dictionary of Greek